- ἁδρόν
- ἁδρόςthickmasc acc sgἁδρόςthickneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
OBOLUS — Graece ὀβολὸς, nummi genus minutum. Nomen tulit, quod Atheniensium nummus Ὀβολὸς obelum in cusum ostentaverit: an potius a figura obeli, quam primitus habuit. Ita enim Eustathius in Il. α. Ὀβολὸν σιδήρου ἔλασμά τι ἔλεγον. χῆμα μὲν πῶς ἔχων ὀβολοῦ … Hofmann J. Lexicon universale
TALENTUM — Graece τάλαντον, instrumentum proprie, quô ponderabatur, unde illud Homeric. Il. β. v. 636. Διΐ ἀτάλαντος, Iovi aequiparandus: Per tralationem, ipsum pondus. Vox Graecis olim in frequenti usu, qui summas rei pecuniariae Minis et Talentis… … Hofmann J. Lexicon universale
αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… … Dictionary of Greek
διαφυτεύω — (Α) 1. φυτεύω, φυτεύω σ όλη την έκταση 2. παθ. μεταφυτεύω («ὅταν ἀδρὸν ἦ [τὸ σπέρμα] διαφυτεύεται πάλιν τοῡ ἔαρος εἰς χωρίον μαλακόν», Θεόφραστος) … Dictionary of Greek
ՀԶՕՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0096 Chronological Sequence: 8c, 10c, 11c, 12c գ. ἁνδρεῖον կամ ἀδρόν fortitudo. Զօրեղութիւն. զօրութիւն. քաջութիւն. արիութիւն. *Զի թէ զհզօրութիւնն եւ զյարձակօղն գոլ կորուսցէ առիւծ, եւ ոչ առիւծ եղիցի. Դիոն. ածայ.: *Առիւծ ասելով յաղագս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)